αποφασιστικός

αποφασιστικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και μάλιστα τολμηρές: Όλοι τον ήξεραν για άνθρωπο αποφασιστικό.
2. αυτός από τον οποίο εξαρτάται το τελικό αποτέλεσμα, ο κρίσιμος: Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στο Μ. Ναπολέοντα και τους αντιπάλους του δόθηκε στο Βατερλό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποφασιστικός — ή, ό 1. τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος 2. (για πράξεις) αυτός που συντελείται μετά από τολμηρή απόφαση 3. κρίσιμος, μεγάλης σημασίας («αποφασιστική μάχη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποφασίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1683 στο ανώνυμο έργο Πανουργίαι… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αποφασιστικότητα — η το να είσαι αποφασιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποφασιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στην προκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη] …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • άοκνος — η, ο (Α ἄοκνος, ον) νεοελλ. ακούραστος, δραστήριος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι διστακτικός, ο αποφασιστικός 2. φρ. «ἄοκνος βλάβη» επικείμενη συμφορά …   Dictionary of Greek

  • αάατος — ἀάατος, ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: 1. απαράβλαπτος, απαραβίαστος 2. άψογος, καθαρός, αποφασιστικός 3. αήττητος, ακαταμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το ἀάω και το ἄτη, πρβλ. ἀάβακτοι τού Ησύχ. (= αβλαβείς), ή με το *ἄω (=… …   Dictionary of Greek

  • αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”